- λοταρ(ι)τζής
- ο собственник лотереи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοταρ(ι)τζής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει λοταρία: Του έφαγαν τα λεφτά οι λοταρτζήδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)